Γράφει ο Ανδρέας Ρίζος
Πολλή κουβέντα έγινε από τηλεόραση,εφημερίδες,ραδιόφωνα και άλλα μέσα μαζικής αποχαύνωσης,σχετικά με τον τρόπο που επιλέγει να πολιτεύεται ο νέος Αρχιεπίσκοπος. Η διαπίστωση κοινή για όλους: Ο Ιερώνυμος δεν είναι Χριστόδουλος.
Οι διαφορές εντοπίστηκαν αμέσως από τους ειδήμονες προφιλατσίδες των Μ.Μ.Ε και με την μέθοδο του χαλασμένου τηλεφώνου έγιναν γνωστές σε όλη τη χώρα.
Το γεγονός απογοήτευσε το φιλοχριστοδουλικό στρατόπεδο που ανέμενε
από τον Ιερώνυμο να βαδίσει στα χνάρια του προκατόχου του,υιοθετώντας τις πρακτικές του και δικαιώνοντας εις έτη το πρότυπο του αρχιεπίσκοπου/εθνάρχη,που ο Χριστόδουλος με την πληθωρική παρουσία και τις συχνές παρεμβάσεις του καθιέρωσε.Οι χαμηλοί τόνοι και η «εκούσια σιωπή» από την μια,συγκρινόμενοι με την στεντόρεια φωνή και τους υψηλούς τόνους του πανταχού παρόντος Χριστόδουλου από την άλλη,διέψευσαν τις ελπίδες εκείνων που απεγνωσμένα ζητούσαν κάποια ισχυρή φωνή, για να υψώσει λόγο κριτικής,ελέγχοντας τους πολιτικά,κοινωνικά και εθνικά ένοχους.
Αλλά «ένοχος ένοχον ου ποιεί».
Οι συνέπειες από τα ποικίλα σκάνδαλα που επί των ημερών του συγκλόνισαν την εκκλησιαστική γραφειοκρατία (αγγίζοντας συχνά και τον ίδιο),η υπέρμετρη φιλοδοξία του,τα λάθος πρόσωπα και οι λάθος επιλογές,φανέρωσαν με τον πιο δραματικό τρόπο το πόσο επικίνδυνες εκκλησιαστικά και εθνικά ήταν οι χριστοδουλικές εκτροπές.
Aπό την άλλη στο αντιχριστοδουλικό στρατόπεδο η ικανοποίηση από τις εξελίξεις σκόρπισε χαμόγελα ανακούφισης(παρά τα κροκοδείλια δάκρυα) καθώς,
θεωρητικά τουλάχιστον, η αποκαθήλωση του Χριστόδουλου απαλλάσσει από έναν αντίπαλο που, αν δεν ήταν επικίνδυνος,ήταν οπωσδήποτε πάντως ενοχλητικός.
Και ενώ γι’ αυτούς ο Ιερώνυμος απλώς δεν είναι πρόβλημα,οι άλλοι θεωρούν ότι τους έχει προδώσει.
Aκριβώς η τελευταία αυτή διαπίστωση,περιγράφει και την ουσία του προβληματισμού μου,γιατί αποκαλύπτει δύο παραμέτρους που δεν φωτίζονται επαρκώς, αλλά που είναι όμως βασικές για το σχηματισμό μιας πιο ξεκάθαρης εικόνας σχετικά με τα δύο αυτά πρόσωπα.
Η πρώτη παράμετρος έχει σχέση με τον τρόπο που συνηθίσαμε να βλέπουμε τον Ιερώνυμο ως το αντίθετο του Χριστόδουλου .
Η δεύτερη με την αδυναμία μας να εντοπίσουμε τυχόν κοινά σημεία που συνδέουν τους δύο αυτούς εκκλησιαστικούς άνδρες.
Ο αμφίθυμος ελληνικός ψυχισμός,ήδη επιβαρυμένος από προκαταλήψεις,
δoγματισμούς και εμπάθεια, μας εμποδίζει να αντιληφθούμε πως πέρα από τις όποιες
διαφορές τους,ο τέως και ο νυν αρχιεπίσκοπος έχουν ένα κοινό σημείο το οποίο καλό
θα ήταν να μας προβληματίσει.Το κοινό αυτό στοιχείο είναι η κριτική που ασκήθηκε κατά το παρελθόν στο Χριστόδουλο και τώρα στον Ιερώνυμο για τον τρόπο που επέλεξαν να διαχειριστούν την διακονία που η Θεία Προνοια τους εμπιστεύτηκε.
«Μήλον της Έριδος» λοιπόν ο Χριστόδουλος ,αλλά και ο Ιερώνυμος.Πατριώτης ο πρώτος και αποστάτης ο δεύτερος. Για τους μεν επικίνδυνος εθνικιστής ο ένας και συνετός παπάς ο άλλος για τους δε. Οι φίλοι του πρώτου, εχθροί του δευτέρου και οι
φίλοι του δεύτερου, εχθροί του πρώτου. Ατελείωτες συζητήσεις μέχρι και στα καφενεία για το αν δικαιούται ο αρχιεπίσκοπος «για να ομιλεί» ή αν κάνει καλά
ο νέος αρχιεπίσκοπος που «σιωπά οικειοθελώς». Ανησυχούν οι «ευσεβείς»,επειδή
ο Ιερώνυμος δεν φαίνεται να αντιδρά , με τον συνηθισμένο γι’ αυτούς τρόπο , στις νέες αντιεκκλησιαστικές μεθοδεύσεις της πολιτείας και αναπολούν με πόθο τις καλές
μέρες του Χριστόδουλου με τις λαοσυνάξεις και τα κυριακάτικα γιουρούσια από άμβωνος.
Kαι ο χορός καλά κρατεί μέχρι και σήμερα.
Νομίζω όμως πως είναι πια καιρός να έλθουμε εις εαυτών και, αφήνοντας πίσω την εύκολη κριτική και τα βιαστικά συμπεράσματα, να δούμε αν η τακτική Ιερώνυμου βλάπτει ή ωφελεί μακροπρόθεσμα την Εκκλησία και την πατρίδα μας. Ο ίδιος, κατανοώντας ότι ο ρόλος του είναι κατεξοχήν πνευματικός,πολιτεύτηκε εξαρχής με τέτοιο τρόπο, ώστε να αφαιρεί αντί να προσθέτει προβλήματα, στην ήδη προβληματική εκκλησιαστική και κοινωνική πραγματικότητα.Απο την πρώτη μέρα δεν επιδίωξε να κάνει ούτε φίλους ούτε εχθρούς.Λειτούργησε με όρους εκκλησιαστικούς,δηλαδή αγάπης, καταλλαγής και ειρήνης, μένοντας συνεπής στο ήθος και ύφος της ορθόδοξης εκκλησιαστικής εμπειρίας, μακριά από εμπάθειες και κοσμικές έριδες.
Ορθοτομεί το λόγο της αλήθειας με το ταπεινό φρόνημα εκείνου που ξέρει πως το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν εξαρτάται από τη μεγαλοφυΐα ενός ανδρός. Η Εκκλησία υπάρχει ως σώμα Χριστού,καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα και διοικείται με βάση το συνοδικό της σύστημα. Οι διάφοροι κατά καιρούς εκκλησιαστικοί σατραπίσκοι αλλοιώνουν την ουσία του εκκλησιαστικού αυτού πολιτεύματος.
Σταθερά προσηλωμένος σ’ αυτές τις αξίες ο Ιερώνυμος εμμένει στη συνοδικότητα ως κατεξοχήν θεσμό συναπόφασης/συνυπευθυνότητας.Δεν τρέφει όμως ψευδαισθήσεις.
Ξέρει πως οι εχθροί της Εκκλησίας καραδοκούν με κάθε μέσο, για να τη βλάψουν εξυφαίνοντας πλέον και φανερά τα άνομα σχέδιά τους.Επιλέγει όμως να πολεμήσει
στο δικό του στρατόπεδο και με τα δικά του όπλα, βαστώντας το ταμπούρι που του αναλογεί, χωρίς να έχει την ψευδαίσθηση ότι σηκώνει όλη την Εκκλησία στους ώμους του. Κάποιοι τον θέλουν να φωνάζει κάθε μέρα από τον άμβωνα και τα κανάλια ενάντια στη Νέα Τάξη. Και τον κακολογούν που δεν το κάνει.Αδιαφορεί, λένε, για τον Ελληνισμό και τα εθνικά μας θέματα. Αλλοίμονο όμως σ’ εκείνο το έθνος και σ’εκείνη την Εκκλησία που περιμένει τη σωτηρία από έναν αρχιεπίσκοπο.Μια τέτοια απαίτηση φανερώνει, αν μη τι άλλο, την υποκρισία μιας κοινωνίας παρηκμασμένης από καιρό,άνευρης και παραιτημένης από κάθε διεκδίκηση.Ο Ιερώνυμος με την άρνησή του να λειτουργήσει ως το άλλοθι στην απροθυμία μας, για κάθε δράση που θα περιέχει το στοιχείο της προσωπικής θυσίας, υποδεικνύει το χρέος του καθενός μας στην υπόθεση της κοινής σωτηρίας.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρέμβασή μου, θέλω να ξεκαθαρίσω πως πρόθεσή μου δεν είναι η αγιοποίηση του Ιερώνυμου και η δαιμονοποίηση του Χριστόδουλου.
Κάθε άνθρωπος έχει τα προτερήματα και τα ελαττώματά του και κανείς δεν ξεφεύγει από τον κανόνα αυτό. Εκείνο που θέλω να καταδείξω είναι πως συχνά ο πατριωτισμός της εύκολης ρητορείας και της ανεύθυνης συνθηματολογίας φέρνουν τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.Η αποφυγή των υπερβολών στο πραγματικό, αλλά και στο συμβολικό επίπεδο είναι προϋπόθεση για μια πιο ασφαλή και ουσιαστική δράση, απαιτεί όμως αρετές, όπως η ταπείνωση, η υπομονή και η διάκριση του τι είναι δόκιμο σε κάθε περίπτωση.
Ο νέος αρχιεπίσκοπος φαίνεται πως και αντιλαμβάνεται αυτήν την αλήθεια, και προτίθεται, συν θεώ, να πολιτευτεί σύμφωνα με αυτή. ΕΜΕΙΣ;;;;
Οι διαφορές εντοπίστηκαν αμέσως από τους ειδήμονες προφιλατσίδες των Μ.Μ.Ε και με την μέθοδο του χαλασμένου τηλεφώνου έγιναν γνωστές σε όλη τη χώρα.
Το γεγονός απογοήτευσε το φιλοχριστοδουλικό στρατόπεδο που ανέμενε
από τον Ιερώνυμο να βαδίσει στα χνάρια του προκατόχου του,υιοθετώντας τις πρακτικές του και δικαιώνοντας εις έτη το πρότυπο του αρχιεπίσκοπου/εθνάρχη,που ο Χριστόδουλος με την πληθωρική παρουσία και τις συχνές παρεμβάσεις του καθιέρωσε.Οι χαμηλοί τόνοι και η «εκούσια σιωπή» από την μια,συγκρινόμενοι με την στεντόρεια φωνή και τους υψηλούς τόνους του πανταχού παρόντος Χριστόδουλου από την άλλη,διέψευσαν τις ελπίδες εκείνων που απεγνωσμένα ζητούσαν κάποια ισχυρή φωνή, για να υψώσει λόγο κριτικής,ελέγχοντας τους πολιτικά,κοινωνικά και εθνικά ένοχους.
Αλλά «ένοχος ένοχον ου ποιεί».
Οι συνέπειες από τα ποικίλα σκάνδαλα που επί των ημερών του συγκλόνισαν την εκκλησιαστική γραφειοκρατία (αγγίζοντας συχνά και τον ίδιο),η υπέρμετρη φιλοδοξία του,τα λάθος πρόσωπα και οι λάθος επιλογές,φανέρωσαν με τον πιο δραματικό τρόπο το πόσο επικίνδυνες εκκλησιαστικά και εθνικά ήταν οι χριστοδουλικές εκτροπές.
Aπό την άλλη στο αντιχριστοδουλικό στρατόπεδο η ικανοποίηση από τις εξελίξεις σκόρπισε χαμόγελα ανακούφισης(παρά τα κροκοδείλια δάκρυα) καθώς,
θεωρητικά τουλάχιστον, η αποκαθήλωση του Χριστόδουλου απαλλάσσει από έναν αντίπαλο που, αν δεν ήταν επικίνδυνος,ήταν οπωσδήποτε πάντως ενοχλητικός.
Και ενώ γι’ αυτούς ο Ιερώνυμος απλώς δεν είναι πρόβλημα,οι άλλοι θεωρούν ότι τους έχει προδώσει.
Aκριβώς η τελευταία αυτή διαπίστωση,περιγράφει και την ουσία του προβληματισμού μου,γιατί αποκαλύπτει δύο παραμέτρους που δεν φωτίζονται επαρκώς, αλλά που είναι όμως βασικές για το σχηματισμό μιας πιο ξεκάθαρης εικόνας σχετικά με τα δύο αυτά πρόσωπα.
Η πρώτη παράμετρος έχει σχέση με τον τρόπο που συνηθίσαμε να βλέπουμε τον Ιερώνυμο ως το αντίθετο του Χριστόδουλου .
Η δεύτερη με την αδυναμία μας να εντοπίσουμε τυχόν κοινά σημεία που συνδέουν τους δύο αυτούς εκκλησιαστικούς άνδρες.
Ο αμφίθυμος ελληνικός ψυχισμός,ήδη επιβαρυμένος από προκαταλήψεις,
δoγματισμούς και εμπάθεια, μας εμποδίζει να αντιληφθούμε πως πέρα από τις όποιες
διαφορές τους,ο τέως και ο νυν αρχιεπίσκοπος έχουν ένα κοινό σημείο το οποίο καλό
θα ήταν να μας προβληματίσει.Το κοινό αυτό στοιχείο είναι η κριτική που ασκήθηκε κατά το παρελθόν στο Χριστόδουλο και τώρα στον Ιερώνυμο για τον τρόπο που επέλεξαν να διαχειριστούν την διακονία που η Θεία Προνοια τους εμπιστεύτηκε.
«Μήλον της Έριδος» λοιπόν ο Χριστόδουλος ,αλλά και ο Ιερώνυμος.Πατριώτης ο πρώτος και αποστάτης ο δεύτερος. Για τους μεν επικίνδυνος εθνικιστής ο ένας και συνετός παπάς ο άλλος για τους δε. Οι φίλοι του πρώτου, εχθροί του δευτέρου και οι
φίλοι του δεύτερου, εχθροί του πρώτου. Ατελείωτες συζητήσεις μέχρι και στα καφενεία για το αν δικαιούται ο αρχιεπίσκοπος «για να ομιλεί» ή αν κάνει καλά
ο νέος αρχιεπίσκοπος που «σιωπά οικειοθελώς». Ανησυχούν οι «ευσεβείς»,επειδή
ο Ιερώνυμος δεν φαίνεται να αντιδρά , με τον συνηθισμένο γι’ αυτούς τρόπο , στις νέες αντιεκκλησιαστικές μεθοδεύσεις της πολιτείας και αναπολούν με πόθο τις καλές
μέρες του Χριστόδουλου με τις λαοσυνάξεις και τα κυριακάτικα γιουρούσια από άμβωνος.
Kαι ο χορός καλά κρατεί μέχρι και σήμερα.
Νομίζω όμως πως είναι πια καιρός να έλθουμε εις εαυτών και, αφήνοντας πίσω την εύκολη κριτική και τα βιαστικά συμπεράσματα, να δούμε αν η τακτική Ιερώνυμου βλάπτει ή ωφελεί μακροπρόθεσμα την Εκκλησία και την πατρίδα μας. Ο ίδιος, κατανοώντας ότι ο ρόλος του είναι κατεξοχήν πνευματικός,πολιτεύτηκε εξαρχής με τέτοιο τρόπο, ώστε να αφαιρεί αντί να προσθέτει προβλήματα, στην ήδη προβληματική εκκλησιαστική και κοινωνική πραγματικότητα.Απο την πρώτη μέρα δεν επιδίωξε να κάνει ούτε φίλους ούτε εχθρούς.Λειτούργησε με όρους εκκλησιαστικούς,δηλαδή αγάπης, καταλλαγής και ειρήνης, μένοντας συνεπής στο ήθος και ύφος της ορθόδοξης εκκλησιαστικής εμπειρίας, μακριά από εμπάθειες και κοσμικές έριδες.
Ορθοτομεί το λόγο της αλήθειας με το ταπεινό φρόνημα εκείνου που ξέρει πως το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν εξαρτάται από τη μεγαλοφυΐα ενός ανδρός. Η Εκκλησία υπάρχει ως σώμα Χριστού,καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα και διοικείται με βάση το συνοδικό της σύστημα. Οι διάφοροι κατά καιρούς εκκλησιαστικοί σατραπίσκοι αλλοιώνουν την ουσία του εκκλησιαστικού αυτού πολιτεύματος.
Σταθερά προσηλωμένος σ’ αυτές τις αξίες ο Ιερώνυμος εμμένει στη συνοδικότητα ως κατεξοχήν θεσμό συναπόφασης/συνυπευθυνότητας.Δεν τρέφει όμως ψευδαισθήσεις.
Ξέρει πως οι εχθροί της Εκκλησίας καραδοκούν με κάθε μέσο, για να τη βλάψουν εξυφαίνοντας πλέον και φανερά τα άνομα σχέδιά τους.Επιλέγει όμως να πολεμήσει
στο δικό του στρατόπεδο και με τα δικά του όπλα, βαστώντας το ταμπούρι που του αναλογεί, χωρίς να έχει την ψευδαίσθηση ότι σηκώνει όλη την Εκκλησία στους ώμους του. Κάποιοι τον θέλουν να φωνάζει κάθε μέρα από τον άμβωνα και τα κανάλια ενάντια στη Νέα Τάξη. Και τον κακολογούν που δεν το κάνει.Αδιαφορεί, λένε, για τον Ελληνισμό και τα εθνικά μας θέματα. Αλλοίμονο όμως σ’ εκείνο το έθνος και σ’εκείνη την Εκκλησία που περιμένει τη σωτηρία από έναν αρχιεπίσκοπο.Μια τέτοια απαίτηση φανερώνει, αν μη τι άλλο, την υποκρισία μιας κοινωνίας παρηκμασμένης από καιρό,άνευρης και παραιτημένης από κάθε διεκδίκηση.Ο Ιερώνυμος με την άρνησή του να λειτουργήσει ως το άλλοθι στην απροθυμία μας, για κάθε δράση που θα περιέχει το στοιχείο της προσωπικής θυσίας, υποδεικνύει το χρέος του καθενός μας στην υπόθεση της κοινής σωτηρίας.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρέμβασή μου, θέλω να ξεκαθαρίσω πως πρόθεσή μου δεν είναι η αγιοποίηση του Ιερώνυμου και η δαιμονοποίηση του Χριστόδουλου.
Κάθε άνθρωπος έχει τα προτερήματα και τα ελαττώματά του και κανείς δεν ξεφεύγει από τον κανόνα αυτό. Εκείνο που θέλω να καταδείξω είναι πως συχνά ο πατριωτισμός της εύκολης ρητορείας και της ανεύθυνης συνθηματολογίας φέρνουν τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.Η αποφυγή των υπερβολών στο πραγματικό, αλλά και στο συμβολικό επίπεδο είναι προϋπόθεση για μια πιο ασφαλή και ουσιαστική δράση, απαιτεί όμως αρετές, όπως η ταπείνωση, η υπομονή και η διάκριση του τι είναι δόκιμο σε κάθε περίπτωση.
Ο νέος αρχιεπίσκοπος φαίνεται πως και αντιλαμβάνεται αυτήν την αλήθεια, και προτίθεται, συν θεώ, να πολιτευτεί σύμφωνα με αυτή. ΕΜΕΙΣ;;;;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου